- καστεία
- καστεία, ἡ (Α)στον πληθ. αἱ καστεῑαιασκητικά έργα, ασκητικές ασχολίες.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. castus «αγνός»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καστείας — καστείᾱς , καστεία castus fem acc pl καστείᾱς , καστεία castus fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)